- οδοιδοκώ
- ὁδοιδοκῶ, -έω (Α) [οδοιδόκος]1. (συν. για ληστή) στήνω ενέδρα, παραμονεύω στους δρόμους2. (κατά το λεξ. Σούδα) «τὰς ὁδοὺς ἐπιτηρῶ».
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ὁδοιδοκῶ — ὁδοιδοκέω waylay pres subj act 1st sg (attic epic doric) ὁδοιδοκέω waylay pres ind act 1st sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)